παντοτινώς

παντοτινώς
επίρρ. βλ. παντοτινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντοτινός — ή, ό αυτός που υπάρχει πάντοτε, αιώνιος, μόνιμος, διαρκής («και μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου φηκες», Ερωτόκρ.). επίρρ... παντοτινώς και ά πάντοτε, διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντοτε + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”